σαλπιγγοϋπερώιος

σαλπιγγοϋπερώιος
-α, -ο, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ευσταχιανή σάλπιγγα και στην υπερώα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια ως προς το α' συνθετικό και απόδοση ως προς το β' συνθετικό λ., πρβλ. αγγλ. salpingopalatine < salpingo- (< σάλπιγγα) + palatine «υπερώιος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”